ἐμπορικόν

ἐμπορικόν
ἐμπορικός
of
masc acc sg
ἐμπορικός
of
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Naftemporiki — Die Naftemporiki (H Ναυτεμπορική, in etwa: Das Schifffahrts Handelsblatt) ist eine täglich erscheinende Athener Wirtschaftszeitung und die wichtigste Tageszeitung in Griechenland im Bereich der Schifffahrt. Geschichte Sie erschien erstmals am 4.… …   Deutsch Wikipedia

  • Navtemporiki — Die Naftemporiki (H Ναυτεμπορική, in etwa: Das Schifffahrts Handelsblatt) ist eine täglich erscheinende Athener Wirtschaftszeitung und die wichtigste Tageszeitung in Griechenland im Bereich der Schifffahrt. Geschichte Sie erschien erstmals am 4.… …   Deutsch Wikipedia

  • Нафтемпорики — греч. H Ναυτεμπορική Тип ежедневная газета Формат печатный, электронный Издатель Naftem …   Википедия

  • εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… …   Dictionary of Greek

  • πανήγυρη — η / πανήγυρις, δωρ. τ. πανάγυρις, ΝΜΑ 1. συνάθροιση πλήθους ανθρώπων προκειμένου να τελέσουν μεγάλη θρησκευτική τελετή, πανηγύρι 2. προσωρινή, και ολιγοήμερη συνήθως σύσταση μεγάλης εμπορικής αγοράς σε έναν τόπο, συνήθως με την ευκαιρία τού… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Γεώργιος (Τζώρτζης) — (Κωνσταντινούπολη 1912 – Αθήνα 1983).Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1924 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη γαλλική σχολή Άγιος Παύλος. Αρχικά εργάστηκε ως λογιστής (1932 34) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκδότης και δημοσιογράφος. Το… …   Dictionary of Greek

  • Ζαβίρας, Γεώργιος — (Σιάτιστα 1744 – Πέστη 1804). Λόγιος, έμπορος, συγγραφέας και βιβλιόφιλος. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα που παρακολούθησε στην πατρίδα του ταξίδεψε, το 1760, στην Ουγγαρία όπου «τον εμπορικόν ησπάσατο βίον», όπως γράφει ο ίδιος στη σύντομη… …   Dictionary of Greek

  • Νούκας, Στέφανος — (Δράμιστα Βοΐου 1836 – 1931). Έλληνας λόγιος, κληρικός και εκπαιδευτικός. Σε παιδική ηλικία (μόλις 12 ετών) ξενιτεύτηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου σπούδασε και εκάρη μοναχός (αλλάζοντας το κοσμικό του όνομα Στέργιος σε Στέφανος). Φοίτησε στη… …   Dictionary of Greek

  • Πετιμεζάς ή Πετμεζάς — Επώνυμο ιστορικής οικογένειας από τα Καλάβρυτα, όπου εγκαταστάθηκαν κατά μέσα του 18ου αι. προερχόμενοι από την Ήπειρο. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στους απελευθερωτικούς αγώνες. 1. Αθανάσιος (1760 – 1804). Επικεφαλής του αρματολικιού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”